- νωθρός
- νωθρόςheavymasc nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
νωθρός — ή, ό (ΑΜ νωθρός, ά, όν) 1. βραδυκίνητος, οκνηρός, χαύνος 2. ανόητος, βραδύνους («νωθροί πως ἀπαντῶσι περὶ τὰς μαθήσεις», Πλάτ.) αρχ. 1. (για τις αισθήσεις) αμβλύς («ἐπεὶ νωθροὶ γεγόνατε ταῑς ἀκοαῑς», ΚΔ) 2. μικρός, ανίσχυρος 3. αυτός που κάνει… … Dictionary of Greek
νωθρός — ή, ό ράθυμος, αργοκίνητος, οκνηρός, οκνός, τεμπέλης … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
νωθρότερον — νωθρός heavy adverbial comp νωθρός heavy masc acc comp sg νωθρός heavy neut nom/voc/acc comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νωθροτάτων — νωθρός heavy fem gen superl pl νωθρός heavy masc/neut gen superl pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νωθροτέρων — νωθρός heavy fem gen comp pl νωθρός heavy masc/neut gen comp pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νωθρῶν — νωθρός heavy fem gen pl νωθρός heavy masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νωθρόν — νωθρός heavy masc acc sg νωθρός heavy neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νωθρότατα — νωθρός heavy adverbial superl νωθρός heavy neut nom/voc/acc superl pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νωθρότατον — νωθρός heavy masc acc superl sg νωθρός heavy neut nom/voc/acc superl sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νωθραῖς — νωθρός heavy fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)